- λινικός
- λιν-ικός, ή, όν,A pertaining to flax: -κή, ἡ, tax on flax, PTeb.347.12 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λινικός — λινικός, ή, όν (Α) [λίνον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λινάρι 2. το θηλ. ἡ λινική φόρος για το λινάρι … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek